- Ἀμέριστον
- Ἀμέριστοςmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀμέριστον — ἀμέριστος undivided masc/fem acc sg ἀμέριστος undivided neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
нераздѣлениѥ — НЕРАЗДѢЛЕНИ|Ѥ (2*), ˫А с. Неделимость, нераздельность: ѡви ѹгодникы, инии же мнихы нарекоша ˫а, сѹщи ѿ б҃а ч(с)ты˫а слѹжбы ‹и› ѹгодьствi˫а и нераздѣлени˫а и ѥдинени˫а жизни (ἀμερίστου) ΓΑ ΧIII–ХIV, 149в; б҃а же ѥгда реку •г҃• разумѣи просвѣщень˫а … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
σκεδαστός — ή, ό / σκεδαστός, ή, όν, ΝΑ αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να διασκορπίσει, να διαλύσει, ο επιδεκτικός σκέδασης («ὅταν οὐσίαν σκεδαστὴν ἔχοντός τινος ἐφάπτηται καὶ ὅταν ἀμέριστον», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκεδασ τού αορ. ἐ σκέδασ α τού σκεδάννυμι … Dictionary of Greek